- εὐθυδρόμος
- εὐθῠ-δρόμος, ον,A running a straight course,
ἄνεμοι Plb.34.4.5
;νῆες Orph.H.22.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄνεμοι Plb.34.4.5
;νῆες Orph.H.22.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθύδρομος — η, ο (Α εὐθυδρόμος, ον και εὐθύδρομος, ον) αυτός που προχωρεί σε ευθεία γραμμή, αυτός που τρέχει και δεν παρεκκλίνει από τον δρόμο του. επίρρ... εὐθυδρόμως (Μ) σε ευθεία γραμμή, κατευθείαν … Dictionary of Greek
εὐθυδρόμως — εὐθυδρόμος running a straight course adverbial εὐθυδρόμος running a straight course masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυδρόμοις — εὐθυδρόμος running a straight course masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυδρόμους — εὐθυδρόμος running a straight course masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
ευθυδρομία — η (ΑΜ εὐθυδρομία) [ευθύδρομος] 1. δρόμος που τελείται σε ευθεία γραμμή 2. πορεία προς την ορθή κατεύθυνση … Dictionary of Greek
ευθυδρομώ — (ΑΜ εὐθυδρομῶ, έω) [ευθύδρομος] προχωρώ σε ευθεία γραμμή, πάω ίσια μσν. 1. κατευθύνομαι σε κάποιο μέρος 2. μτφ. φρ. «εὐθυδρομῶ ἐπί τι» συνεχίζω την πορεία προς κάτι … Dictionary of Greek
ιθυδρόμος — ἰθυδρόμος, ον (Α) ευθυδρόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + δρομος (< δρόμος), πρβλ. ημερο δρόμος, πελαγο δρόμος] … Dictionary of Greek